ἀποπλανᾶται

ἀποπλανᾶται
ἀποπλανάω
lead astray
pres subj mp 3rd sg
ἀποπλανάω
lead astray
pres ind mp 3rd sg
ἀποπλανάω
lead astray
pres subj mp 3rd sg
ἀποπλανάω
lead astray
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευπαράγωγος — εὐπαράγωγος, ον και εὐπαραγωγός, όν (Α) 1. αυτός που μεταφέρεται εύκολα σε κάποιον τόπο, ο ευκολομετακίνητος 2. αυτός που παρασύρεται, που αποπλανάται εύκολα, ο ευκολοπάτητος 3. εύκαμπτος, ευλύγιστος 4. αυτός που απατά εύκολα, ο απατηλός 5. (κατ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”